εγώ

εγώ
Προσωπική αντωνυμία του πρώτου προσώπου, με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του, σε αντιδιαστολή προς το εσύ (δεύτερο πρόσωπο) και το αυτός (τρίτο πρόσωπο). (Φιλοσ.) Στη σύγχρονη φιλοσοφία η αντωνυμία ε. ως ουσιαστικό χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει τη συνείδηση της ατομικότητας και την ανθρώπινη προσωπικότητα. Η λέξη ε. μπορεί πράγματι να υπονοήσει συγκεκριμένα μόνο την προσωπικότητα του ατόμου που τη χρησιμοποιεί και συνεπώς υπογραμμίζει κατά ενεργό τρόπο το αίτημα, το οποίο γίνεται ολοένα ισχυρότερο στη σύγχρονη φιλοσοφία, να ερμηνευθεί η σκεπτόμενη υποκειμενικότητα χωρίς να αντικειμενοποιηθεί (χωρίς δηλαδή να αναχθεί σε ένα από τα τόσα αντικειμενικά γνωρίσματά της). (Ψυχολ.) Σύμφωνα με την ψυχολογία, το ε. είναι η συνεπέστερη οργάνωση των ψυχικών διαδικασιών που εμπεριέχει τη συνείδηση και ρυθμίζει την κινητικότητα. Ένα τμήμα του, το οποίο δεν είναι συνειδητό, κατευθύνει τη μετατόπιση (απώθηση) και άλλους αμυντικούς μηχανισμούς, που έχει επισημάνει και περιγράψει η ψυχανάλυση. Κατά τον Φρόιντ, το ε. είναι το προϊόν μιας μεταβολής του εκείνο, που πραγματοποιήθηκε υπό την επίδραση του εξωτερικού κόσμου και αποτελεί ακριβώς το ενδιάμεσο μεταξύ του εκείνο και της πραγματικότητας. Άλλοι ψυχαναλυτές (Π. Φέντερν, X. Χάρτμαν, Ν. Ραπατόρ) θεωρούν το ε. ως πρωτογενή ψυχικό βαθμό και όχι δευτερογενή, έως το σημείο να δέχονται ότι το ε. από την αρχή της ζωής έχει κάποια αυτονομία και κληρονομικότητα sui generis. Σύμφωνα με την αντίληψη άλλων, όπως ο Ναχτ, ισχύει πάντοτε η φροϊδική θέση ότι το εκείνο αντιπροσωπεύει τη φυλογένεση, το υπερεγώ την πολιτιστική παράδοση, ενώ το ε. καθορίζεται αποκλειστικά από το συμπτωματικό και το τωρινό.
* * *
(AM ἐγώ)
1. προσωπική αντων. α΄ προσώπου με την οποία αυτός που μιλά ή γράφει ορίζει τον εαυτό του
2. χρησιμοποιείται: α) η ονομ. συν. για έμφαση ή αντιδιαστολή («εγώ να σάς διώξω;», «ἐγώ εἰμι»)
β) η γεν. ως κτητ. επίθ. («το βιβλίο μου», «Πάτερ ἡμῶν...»)
3. φρ. «άλλος εγώ» — το άλλο εγώ, άνθρωπος ίδιος με μένα
νεοελλ.
1. για έμφαση χρησιμοποιούνται συγχρόνως δύο διαφορετικοί τ. τής αντων. («ἐμένα μού τό 'κανε αυτό;»)
2. σε διαλ. φρ. χρησιμοποιείται ο τ. με αντί τού τ. μου («γιατί δεν μέ τόν έδειξες;»)
3. οι πλάγιες πτώσεις συντάσσονται πάντοτε με ρήμα ή εμπρόθ. προσδιορισμό («μέ δέρνει» «μού είπε», «γύρισ΄, αφέντη μου... προς εμένα»)
4. (ως άκλ. ουδ. ουσ.) το εγώ
α) η προσωπικότητα
β) (κατ' επέκτ.) ο εγωισμός
γ) (φιλοσ.) i) (στην κλασ. φιλοσ.) η συνείδηση τού εμπειρικού και συγκεκριμένου ατόμου, η οποία συνδέεται με την μόνιμη πραγματικότητα που η συνείδηση αυτή προϋποθέτει
ii) (κατά τον Νίτσε) το εργαλείο τής σφαιρικής σοφίας τού οργανισμού τού ανθρώπου, η οποία ασχολείται με την συντήρησή του, με την αφομοίωση, με τον αποκλεισμό, με την επαγρύπνηση ενώπιον τού κινδύνου
iii) (κατά τον Χούσερλ) η καθαρή συνείδηση για την οποία καθετί που υπάρχει είναι η υποδομή για την θεμελίωση και την συγκρότηση όλων τών νοημάτων
iv) (κατά την μαρξιστ. αντίληψη) έννοια που δηλώνει την ανάκλαση, από την ατομική συνείδηση τού ανθρώπου, τής ίδιας τής ύπαρξής του καί που εκφράζει την ενότητα τού ατόμου, σε αντιδιαστολή και στις σχέσεις του προς τους άλλους ανθρώπους
δ) (ψυχαναλ.) το μέρος τής ανθρώπινης προσωπικότητας που βιώνεται από το άτομο ως ο «εαυτός» του και βρίσκεται σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο μέσω τής αισθητήριας αντίληψης
5. φρ. «εμείς κι εμείς» — εμείς οι γνωστοί μόνο, χωρίς άλλους
αρχ.
1. ως βεβαιωτικό σε απαντήσεις με τον τύπο ἔγωγε («ἦ καὶ τοῡτο ἀκήκοας; — ἔγωγε», Πλάτ.)
2. (με άρθρο ως ουσ.) ο εαυτός μου, σε αντιδιαστολή με τον εξωτερικό κόσμο, η προσωπικότητα, το υποκείμενο («γέλωτα δὴ τὸν ἐμέ ἐν τοῑς λόγοις ἀπέδειξε», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εγώ, αντωνυμία α' προσώπου, (τού προσώπου που δηλώνει τον ομιλητή στην επικοινωνία) ανάγεται σε ΙΕ *ō «εγώ» (πρβλ. λατ. egō). Επίσης ο ελλ. τ. με -ō- συνδέεται με λατ. egŏ αλλά και με γοτθ. ik, (γερμ. ich) αρχ. σλαβ. ek, αρχ. πρωσσ. es, λεττ. es, στα οποία το τελικό φωνήεν έχει σιγηθεί. Αντιστοιχεί ακόμη σε αρχ. ινδ. aham, αβ. azƏm, τύπους παρεκτεταμένους σε -om (πρβλ. και αρχ. ελλ. εγών, εγώνη, ἔγωγε)
Οι τ. τής αιτιατικής εμέ, με ανάγονται σε IE *me (πρβλ. αρχ. ινδ. mā, γοτθ. mi-k) και η δοτική μοι συνδέεται με αρχ. ινδ. me, πιθ. και λατ. mī, που λειτούργησε ως κλητική τού κτητικού meus, τύπου ο οποίος αντιστοιχεί στο ελλ. εμός < εμέ (πρβλ. αβ. ma-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐγώ — I at least masc/fem nom/voc 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγώ — προσωπ. αντων. α προσ., γεν. εμένα, μου, αιτ. εμένα, με, πληθ. ονομαστ. εμείς, γεν. εμάς, μας, αιτ. εμάς, μας 1. με αυτήν, αυτός που μιλάει ή γράφει, ορίζει τον εαυτό του. 2. η ονομαστ. χρησιμοποιείται για έμφαση: Θα σε κανονίσω εγώ. 3. οι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. — ἐγὼ γὰρ λάλος, οὐκ’ ἀνδριὰς εἶναι βούλομαι. См. Молчит как статуя …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω, σὺ δὲ κρόμμυ’ ἀποκρίνῃ. — ἐγὼ σκόροδά σοι λέγω, σὺ δὲ κρόμμυ’ ἀποκρίνῃ. См. Я про Фомку, а он про Еремку …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἐγὼ τὸν ταχύν σε ἐκ δρόμῳ νικήσω… — См. Черепашьим шагом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἐγῶ — ἔσσομαι sum. aor subj mp 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. См. Клятвы любовные …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. — σοῦ δ’ἐγὼ λαλιστέραν ὀυπωποτ ἐίδον κίτταν. См. Сорока …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅρκους δ’ ἐγὠ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω. — См. По воде писать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἀνὴρ ἐγὼ καὶ πάντα μοι τ’ἀνδρός μέλει. — См. Я человек, ничто человеческое мне не чуждо …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”